- λιλαιόμενοι
- λιλαίομαιlongpres part mid masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιλαίομαι — (Α) 1. επιθυμώ κάτι πάρα πολύ, ποθώ (α. «ὀλοοῑο λιλαιόμενοι πολέμοιο», Ομ. Ιλ. β. «φόωσδε τάχιστα λιλαίεο», Ομ. Οδ.) 2. επιθυμώ να είμαι ή να κάνω κάτι («λιλαιομένη πόσιν εἶναι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *las «θρασύς, λαίμαργος … Dictionary of Greek